- ταλαιπωρισμός
- τᾰλαιπωρ-ισμός, ὁ,A = ταλαιπωρία, hard conditions, τοῦ βίου (sc. τῶν ζῴων) Phld.D.1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταλαιπωρισμός — ὁ, Α [ταλαιπωρίζω] ταλαιπωρία … Dictionary of Greek